- ιδιωτισμός
- οέκφραση σε μια γλώσσα με ειδική σημασία, π.χ. «τα τίναξε» (πέθανε).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἰδιωτισμός — way masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιωτισμός — ο (Α ἰδιωτισμός) νεοελλ. ιδιάζουσα φράση με ξεχωριστή σημασία (α. «όλα κι όλα» β. «τό βαλε στα πόδια») αρχ. 1. ο τρόπος τού ιδιώτη 2. κοινό λαϊκό ιδίωμα 3. (ρητ.) επιχείρημα που βγαίνει από την κοινή λογική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιώτης. Η λ.… … Dictionary of Greek
ἰδιωτισμοῦ — ἰδιωτισμός way masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτισμῷ — ἰδιωτισμός way masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτισμόν — ἰδιωτισμός way masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Idiotismo (lenguaje) — Para otros usos de este término, véase Idiotismo. Un idiotismo es un giro idiomático que no se adapta a las normas gramaticales o al sentido literal y usual de las palabras, y posee un sentido figurado adoptado de manera convencional. Los… … Wikipedia Español
idiotismo — (Del lat. idiotismus, locución propia de una lengua.) ► sustantivo masculino 1 Falta de conocimiento e instrucción: ■ la situación de la enseñanza favorecía el idiotismo generalizado. SINÓNIMO ignorancia 2 LINGÜÍSTICA Expresión de una lengua con… … Enciclopedia Universal
ιδιωματισμός — ο διαλεκτικός τύπος ο οποίος συνηθίζεται σε ένα ή περισσότερα ιδιώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδίωμα. Ο Μαν. Τριανταφυλλίδης διέκρινε τη σημ. τής λ. ιδιωματισμός από τη σημ. τής λ. ιδιωτισμός. Με τον πρώτο όρο δηλώνεται ο «διαλεκτικός τύπος άγνωστος στην … Dictionary of Greek
idiot — IDIÓT, OÁTĂ, idioţi, oate, adj., s.m. şi f. 1. adj., s.m. şi f. (Persoană) care suferă de idioţie; tâmpit, cretin, imbecil. 2. adj. (Despre manifestări ale fiinţelor) Care manifestă, care exprimă, care denotă nerozie, stupiditate etc. [pr.: di… … Dicționar Român
αγγλισμός — ο ιδιωτισμός της αγγλικής γλώσσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)